- κατσαδιάζω
- κατσάδιασα, κατσαδιάστηκα, κατσαδιασμένος, επιπλήττω κάποιον, τον παρατηρώ, του δίνω κατσάδες: Με κατσάδιασε ο διευθυντής.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κατσαδιάζω — κατσαδιάζω, κατσάδιασα βλ. πίν. 35 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
κατσαδιάζω — [κατσάδα] επιπλήττω σφοδρά, κάνω δριμεία παρατήρηση, μαλώνω … Dictionary of Greek
βάζω — (I) και βάνω (Μ βάζω) 1. τοποθετώ, φορώ 2. τοποθετώ κάτι επάνω σε κάτι άλλο νεοελλ. Ι. 1. προσθέτω, συνυπολογίζω 2. (για βαθμό) βαθμολογώ 3. διορίζω, τοποθετώ κάποιον σε κάποια θέση 4. βάζω... να αναγκάζω ή πείθω κάποιον να κάνει κάτι 5. υποθέτω … Dictionary of Greek
κατσάδιασμα — το [κατσαδιάζω] η κατσάδα* … Dictionary of Greek
περιαδράχνω — 1. αρπάζω από όλα τα μέρη, περιαρπάζω 2. επιπλήττω, κατσαδιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + αδράχνω «αρπάζω»] … Dictionary of Greek
συγυρίζω — Ν 1. διευθετώ, τακτοποιώ, ευτρεπίζω 2. μτφ. επιπλήττω, κατσαδιάζω, τιμωρώ («τόν συγύρισε για καλά») 3. μέσ. συγυρίζομαι α) ντύνομαι β) φροντίζω την εμφάνιση μου, ευτρεπίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + γυρίζω. Κατά μία άποψη, το ρ. γυρίζω εννοείται… … Dictionary of Greek
σούρνω — σούρνω, έσουρα βλ. πίν. 226 Σημειώσεις: σούρνω : χρησιμοποιείται στον προφορικό και στο λογοτεχνικό λόγο μερικές φορές με την έννοια → σέρνω. Συνηθισμένη είναι η έκφρ. τα σούρνω σε κάποιον (→ τον κατσαδιάζω) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αποπαίρνω — αποπήρα και απόπηρα, αποπάρθηκα, αποπαρμένος, μαλώνω, κατσαδιάζω κάποιον: Μην αποπαίρνεις έτσι το κορίτσι, θα μαραζώσει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
επιπλήττω — επέπληξα, επιπλήχτηκα, μτβ. χτυπώ κάποιον με λόγια, μαλώνω, κατσαδιάζω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
επιτιμώ — επιτίμησα, επιτιμήθηκα, επιτιμημένος, μτβ., επιπλήττω κάποιον, μαλώνω, κατσαδιάζω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)